προθρῴσκω

προθρῴσκω
προθρῴσκω,
A spring forth or forward, Hom. only in Il. and always in [tense] aor. part. προθορών, 17.522; μέγα προθορών springing far forward, 14.363;

οὐρανόθεν προθοροῦσα A.R.4.641

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προθρώσκω — Α πηδώ προς τα εμπρός, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θρῴσκω «πηδώ, εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”